DAYS OF DARKNESS

Μουζικα

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

JUST FUCKING BREATHE

βροχερή επιστροφή στο σπίτι με βροχερές σκέψεις. η διάθεση φέρει τη φράση "απαιτείται φόρτιση του συσσωρευτή". σύννεφα (και) λόγω μπαταρίας. ένα ποτήρι γάλα και κακομοιριασμένα στριφτά με απομεινάρια καπνού. το μυαλό είναι σαν τα αποτυχημένα κινέζικα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια. εκεί που νομίζεις ότι λειτουργεί σωστά, ξαφνικά παίρνει φωτιά και άντε να σώσεις τις κουρτίνες και και το χαλί από τις φλόγες. άσε που μένει και η κάπνα να σου θυμίζει τα λεφτά που ξόδεψες τζάμπα.

η μηχανή προβολής δουλεύει στο φουλ και η μπομπίνα με άπειρες σκέψεις αποτυπωμένες πάνω της να γυρίζει με ιλλιγγιώδη ταχύτητα. ο εστιασμός σε κάθε μία ξεχωριστά αδύνατος. πρέπει να προβληθεί όλη η ταινία. μην ακούς όμως τους κριτικούς. είναι κακοί και παραμυθιάζουν αυτούς που χάνονται στα όνειρά τους.




περίπου εβδομηνταεφτάμιση (77,5) φορές στο ριπίτ. και δυο μελαγχολικά μάτια. σε μια αναζήτηση της άλλης πλευρά του χρωματιστού τόξου.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

STORYTELLING

μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένα βασιλόπουλο. ένα περίεργο βασιλόπουλο. εκκεντρικό, σαν βασιλόπουλο, θα το χαρακτήριζε κάποιος. καθόταν ψηλά πάνω από τον κόσμο, στην άκρη ενός χιονισμένου γκρεμού, σε έναν πύργο από χρωματιστές μπουρμπουλήθρες. ο γκρεμός αυτός βρισκόταν στην άκρη του ωκεανού και έτσι το βασιλόπουλο όλη τη μέρα μπορούσε να αγναντεύει τη θάλασσα. του άρεσε να κάθεται με τις ώρες και να παρακολουθεί τις διακυμάνσεις της διάθεσής της. και να ονειροπολεί. έπλαθε συνεχώς ιστορίες με τη φαντασία του. και έκανε όνειρα. γιατί πίστευε πραγματικά, ότι τα όνειρα πηγάζουν μέσα από τη δημιουργικότητα και κρύβουν τις πιο κρυφές μας ανάγκες.

το βασιλόπουλο, είχε όλα τα υλικά αγαθά που επιθυμεί ένας άνθρωπος. έτρωγε τα πιο ωραία φαγητά, έπινε τα πιο καλά κρασιά, κάπνιζε τις πιο φίνες ποικιλίες καπνού, φορούσε τα πιο όμορφα ρούχα. τα είχε όλα αυτά, άλλα ήταν εντελώς μόνο.

τα πάντα γύρω του, οι αυλικοί, οι υπηρέτες, οι καμαριέρες, τα άλογα, τα σκυλιά, οι γάτες, ακόμα και τα λουλούδια και τα δέντρα ήταν είδωλα σε έναν καθρέφτη. και αυτό γιατί το βασιλόπουλο είχε έναν μαγικό καθρέφτη. αυτός ήταν μεγάλος, στρογγυλός και κατασκευασμένος από καθαρό ασήμι. κάθε νύχτα τον έστελνε στον κόσμο να περιπλανιέται πάνω από τις πόλεις και χωριά, από βουνά και θάλασσες. και οι άνθρωποι που τον βλέπανε να περνάει αναφωνούσανε: να, το φεγγάρι.

ο καθρέφτης αυτός ήταν, όπως είπαμε, μαγικός. και ως εκ τούτου, είχε μια μαγική ιδιότητα. μάζευε είδωλα. έτσι, κάθε φορά που γύριζε πίσω, έφερνε μπροστά στο βασιλόπουλο όλα τα είδωλα που είχε μαζέψει. το βασιλόπουλο διάλεγε αυτά που του άρεσαν και τα υπόλοιπα τα έριχνε στο ποτάμι του οποίου οι πηγές ξεκινούσαν δίπλα από τον πύργο του. τα είδωλα αυτά, ελευθερωμένα πια, κυλούσαν ήρεμα μέσω του ποταμού και στα υπόλοιπα νερά και έφταναν πίσω στους ιδιοκτήτες τους. από τότε είναι γνωστό ότι όταν κάποιος κοιτάξει πάνω από νερό, αντικρύζει το είδωλό του.

ο καθρέφτης είχε και μια άλλη μαγική ιδιότητα. όποιος αντίκρυζε μέσα σε αυτόν το είδωλό του γινόταν θνητός. έτσι το βασιλόπουλο δεν είχε κοιτάξει ποτέ μέσα στον καθρέφτη, γιατί - δεν ξέρω αν σας το είπα - ήταν αθάνατο.

παρόλα αυτά, ένα σύννεφο πλανιόταν συνεχώς μέσα στα μάτια του βασιλόπουλου. και αυτό γιατί κάτι του έλειπε. δεν ήξερε τι, αλλά ένιωθε ένα κενό κάπου ανάμεσα στους πνεύμονες και το διάφραγμα. και το παιχνίδι με τα είδωλά του δεν του το κάλυπτε.

μια μέρα, ο καθρέφτης του έφερε, μέσα στα υπόλοιπα, και ένα είδωλο που τον γέμισε με περίεργα και αλλόκοτα συναισθήματα. ήταν το είδωλο μιας νέας βασιλοπούλας. και μόλις την αντίκρυσε, τον έπιασε μια ακατανόητη ανάγκη να πάει να την βρει. μην ξέροντας όμως τι να κάνει και που να πάει, μιας και δεν ήξερε τίποτα για αυτήν, αποφάσισε να κοιταχτεί μέσα στον μαγικό του καθρέφτη. με αυτον τον τρόπο, σκέφτηκε, ο καθρέφτης θα μεταφέρει το είδωλό του στον κόσμο. και ίσως να περάσει και πάνω από τον τόπο της βασιλοπούλας. και μπορεί εκείνη την ώρα, αυτή να κοιτάξει ψηλά προς τον ουρανό, να δει το είδωλό του και να πάει να τον βρει ακολουθώντας τον καθρέφτη στο δρόμο της επιστροφής. αυτά σκέφτηκε το βασιλόπουλο και το αποφάσισε. έτσι όμως έγινε θνητό. και περίμενε.

η βασιλοπούλα, τώρα, ζούσε πολύ πολύ μακριά. σε μια χώρα που την λέγανε: η Χώρα του Χτές. ήταν πολύ αγαπητή σε όλους τους κατοίκους. την θαυμάζανε και για έναν ιδιαίτερο λόγο. ήταν τόσο όμορφη που ο αέρας γύρω της έλαμπε. και όλοι ήταν περήφανοι που είχαν μια τέτοια βασιλοπούλα. εκείνη όμως τη βασάνιζε μια σκέψη. ένιωθε και αυτή, όπως και το βασιλόπουλο, ότι κάτι έλειπε. και τα μάτια της, παρόλη την ομορφιά της, ήταν συνέχεια μελαγχολικά.

όπως είπαμε όλοι την θαύμαζαν. όλοι εκτός από τη μητριά της - που στις φλέβες της δεν κυλούσε κόκκινο αίμα αλλά πράσινο και ψυχρό - που τη ζήλευε αφόρητα και τη μισούσε θανάσιμα. δεν μπορούσε όμως να κάνει κάτι για αυτό, αφού η βασιλοπούλα ήταν τόσο αγαπητή. και έτσι περίμενε να της δοθεί μια ευκαιρία για να της κάνει κακό. άρχισε λοπιόν να παρατηρεί τις συνήθειές της και δεν άργησε να βρει την ευκαιρία. παρατήρησε ότι η βασιλοπούλα κοιτούσε συνεχώς τον ουρανό τα βράδια. έτσι έπεισε τον βασιλιά και της έδωσε να φάει μια σοκολάτα που μέσα της είχε ρίξει ένα μαγικό βοτάνι. μόλις έφαγε τη σοκολατα, της ψυθίρισε ένα ξόρκι που την έκανε να μη θέλει να κοιτάει πια τον ουρανό. και την έβαλε να υποσχεθεί ότι αν το κάνει θα ξεχάσει ποια είναι και θα γίνει φτωχή και άγνωστη. έτσι η βασιλοπούλα ξέχασε αυτή την αγαπημένη της συνήθεια και σιγά σιγά γινόταν δυστυχισμένη.

το βασιλόπουλο, εν τω μεταξύ, κουράστηκε να περιμένει. και μια νύχτα πήρε την απόφαση να πάει να αναζητήσει την όμορφη βασιλοπούλα. ελευθέρωσε όλα τα είδωλα που του είχε φέρει ο καθρέφτης και ξεκίνησε το μεγάλο του ταξίδι. πέρασε όλα τα χιονισμένα βουνά, επισκεφτηκε όλες τις πολιτείες και όλα τα χωριά. στο τέλος, έφτασε και στη Χώρα του Χτες. εκεί, αποκαμωμένο και με κουρελιασμένα ρούχα, σταμάτησε να ξαποστάσει.

εκείνη τη νύχτα, η βασιλοπούλα καθόταν στη βεράντα της. τότε μια πεταλούδα από κάποια μέρη μακρινά έφτασε πετώντας και στάθηκε στον ώμο της. η βασιλοπούλα δεν είχε δει άλλη φορά τέτοιο πλάσμα και χάρηκε. στάθηκε να την παρατηρήσει. όμως η πεταλούδα πέταξε πάλι ψηλά προς τον ουρανό. η βασιλοπούλα τότε ανέβασε τα μάτια της ψηλά. και εκεί στον ουρανό είδε τον μεγάλο ασημένιο μαγικό καθρέφτη. και μέσα σε αυτόν είδε το είδωλο του βασιλόπουλου. και τότε όλα ξανάρθανε στη μνήμη της και κατάλαβε ότι η μητριά της την είχε κοροϊδέψει. εκείνη τότε θύμωσε και της είπε ότι δεν κράτησε το λόγο της και τώρα πρέπει να γίνει φτωχή και άγνωστη και να φύγει από το παλάτι. με τα μακριά νύχια της, την άρπαξε από το στήθος και της έδεσε κόμπο την καρδιά. και τότε η βασιλοπούλα έγινε φτωχιά, έφυγε από τον πύργο και άρχισε να περιπλανιέται στη Χώρα του Χτες χωρίς κανείς να την αναγνωρίζει πια. το μόνο πράγμα που πήρε μαζί της ήταν η εικόνα του βασιλόπουλου μέσα απόν καθρέφτη.

το βασιλόπουλο περιπλανιώταν και αυτό στη Χώρα του Χτες. και μια γλυκιά νύχτα κάθισε σε ένα πεζούλι να ξεκουραστεί. ήταν το ίδιο πεζούλι που λίγα μέτρα πιο εκεί καθόταν και η βασιλοπούλα. όμως κανείς από τους δυο δεν θυμόταν τον άλλο. παρόλα αυτά πιάσαν την κουβέντα και λέγαν ο ένας στον άλλο τα βάσανά τους. σε κάποια στιγμή, η βασιλοπούλα έβγαλε από τον κόρφο της την, ξεθωριασμένη πια, εικόνα του βασιλόπουλου και την κοιτούσε. και τότε το βασιλόπουλο την είδε και αναγνάρισε το είδωλό του που το είχε στείλει με τον μαγικό καθρέφτη στον κόσμο. και κοιτώντας καλά τη βασιλοπούλα, αναγνώρισε στο πρόσωπό της αυτήν για την οποία είχε ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι. έτσι, κάθισε και της είπε όλη την ιστορία. όμως η βασιλοπούλα δεν καταλάβαινε τίποτα. αυτός ο κόμπος στην καρδιά που της είχε κάνει η μητριά της, την εμπόδιζε να δει την αλήθεια. τότε το βασιλόπουλο με μια απαλή κίνηση έβαλε το χέρι του στο στήθος της και της έλυσε τον κόμπο. και τότε η βασιλοπούλα τα θυμήθηκε όλα. πιαστήκαν αγκαλιά και φύγανε.




- και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα;
- μμμ, όχι ακριβώς. ζήσαμε εμείς καλά. και όσο για το βασιλόπουλο και τη βασιλοπούλα, κανείς δεν ξέρει τι απογίνανε. ένα είναι το σίγουρο. ότι δεν πεθάνανε.
- γιατί;
- γιατί ο μαγικός καθρέφτης είχε και μια άλλη μαγική ιδιότητα. όταν κοιτάζονταν δυο άνθρωποι μαζί μέσα του, γίνονταν και οι δυο αθάνατοι. και αυτό κάνανε εκείνοι.



(η ιδέα είναι από το βιβλίο του Μιχαελ Εντε "Η Μομο". εγώ απλώς άλλαξα λίγο την ιστορία)

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009



βράδια

που το ραδιόφωνο υποκλίνεται στη φωνή του τζον

που έξω η βροχή ηχεί σαν χειροκρότημα

που παντού γυμνές πατούσες χορεύουν πάνω σε ένα χαλί από τρυφίλια

που πολύχρωμα μπαλόνια χρεμετίζουν δυνατά κουτρουβαλώντας πάνω στο χιόνι

που τα μάτια στέκουν ακλόνητα στις σταγόνες που εκτοξεύονται από μια φλούδα μανταρινιού

που οι μαργαρίτες στη γλάστρα ξαφνικά ανθίζουν καταμεσής του χειμώνα

που ο κλόουν χοροπηδάει με προσμονή και χορεύει εκτελώντας αστείες κωλοτούμπες



τέτοια βράδια

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009


ονειρεύτηκα ένα κορίτσι. και όμως δεν θυμάμαι το πρόσωπό της...

περπατούσε μέσα σε ένα χιονισμένο τοπίο. τα γυμνά της πόδια χαϊδεύανε γλυκά το χιόνι που θαρρώ κοκκίνιζε από την ταραχή του. γύρω γύρω οι νιφάδες στροβιλίζονταν και προσγειωνόντουσαν απαλά αποφεύγοντας να καλύψουν το ίχνος που άφηνε κάθε βήμα της λες και η φύση αρνιόταν να χαθεί από προσώπου γης το πέρασμά της. και όμως δεν θυμάμαι το πρόσωπό της..

τα κουρελιασμένα ρούχα της άφηναν να διαγραφεί κάθε πτυχή του κορμιού της και καθώς περπατούσε αυτά λικνίζονταν σε έναν ακατανόητο χορό από αυτούς που μόνο όσοι έχουν ερωτευτεί έστω και μία νιφάδα χιονιού μπορούν να αναγνωρίσουν. και όμως δεν θυμάμαι το πρόσωπό της..

από μακριά την είδα. βάδιζε με ρυθμό σταθερό ανάμεσα από πεύκα σιωπηλά, φορτωμένα γαλαζόλευκη πάχνη. τα χέρια της λες και αιωρούνταν, κινούνταν με μια εμφανή προσδοκία για μια αγκαλιά με κάποιο από τα ντροπαλά κλαδιά των δέντρων και τα δάχτυλά της τα καλούσαν να παίξουν μαζί τους ένα παιχνίδι αυθόρμητα βγαλμένο από κάποιες ευτυχισμένες μέρες. και όμως δεν θυμάμαι το πρόσωπό της..

το σώμα της, παρόλο το χιόνι και το κρύο, ανέδυε μια υπέροχη θαλπωρή που έκανε τον αέρα να μοσχοβολάει για χιλιόμετρα. και γύρω της, ένα στεφάνι από γαλαζόσκονη την έκανε να φαντάζει τόσο αιθέρια λες και δεν βάδιζε αλλά πετούσε. και όμως δεν θυμάμαι το πρόσωπό της..




τα είδα όλα αυτά.

σε ένα όνειρο από χιόνι..

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009


και τότε τα φαντάσματα θα βαρεθούν και θα φύγουν με ουάν γουέη τίκετ και το γέλιο θα ξεχειλίζει αβίαστα από τα μάτια που δεν θα λυπούνται να κοιτάξουν ψηλά. τότε you will walk so proud and you will talk so loud, και το μεθύσι θα είναι πια ουσιαστικό. ο ουρανός θα γεμίσει με πολύχρωμα μπαλόνια και τα χειμωνιάτικα βράδια θα χιονίζει άχνη ζάχαρη μαζί με χαλάζι από σταφίδες. τότε ο αέρας θα κουβαλάει τη μυρωδιά του μανταρινιού και τα ψέμματα θα γκρεμοτσακίζονται καθώς θα κατατροπώνονται από τα αληθινά συναισθήματα. τότε οι λέξεις από τις σελίδες των βιβλίων θα πετούνε καθημερινά γεμίζοντας τις ψυχές και θα τρώμε κουλουράκια με γάλα πριν πέσουμε για ύπνο. τότε θα απογίνουμε κάτι τόσο ωραίο που δεν μπορείς καν να το φανταστείς!

τότε.

ή τότε

ή και (γαμώ τις αδυναμίες μου..) τότε..

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009





είναι η ώρα που η μάσκα βγαίνει και φυλάσσεται προσεκτικά στο συρτάρι για να χρησιμοποιηθεί ξανά την επόμενη μέρα. που το ποτήρι έχει από ώρα μείνει άδειο και κραυγάζει τη μελαγχολία του. που οι μυρωδιά του καφέ έχει μπλεχτεί με αυτήν του αλκοόλ σε έναν άνευ σημασίας διαγωνισμό όπου ο νικητής δεν κερδίζει τίποτα. αυτή την ώρα ένα ακόμα τσιγάρο δεν είναι αρκετό να γεμίσει το βιβλίο των ανείπωτων λέξεων και οι δείκτες του ρολογιού πέφτουν σε αχρηστία. ο μετρητής της μοναξιάς χτυπάει κόκκινο στο δρόμο της επιστροφής σε πείσμα των αμετανόητων εραστών του νυχτερινού ξεφαντώματος. αυτήν την ώρα οι σοκολάτες στα ράφια των περιπτέρων κρυφογελούν κοροϊδευτικά. και το αύριο μοιάζει ανούσιο.


closing time

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009


τι να γράψουμε και εμείς οι (και καλά) βλόγερζ..

ο άνθρωπος τα είπε όλα πριν από (πάρα) πολλά χρόνια..



Make me a pallet down, soft and low
Make me a pallet on your floor

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009


όταν λείπει το στρώμα φαντάζει τρομαχτικά τεράστιο και χάνεσαι σε μια προσπάθεια να καλύψεις όσο περισσότερο χώρο μπορείς - και τι να σου κάνει ένα σώμα μόνο του; μένεις μόνος σε μια γωνιά να παραφυλάς το σκοτάδι.

όταν λείπει ψάχνεις να βρεις μαλλιά να χαϊδέψεις, δέρμα να αγγίξεις, άρωμα να οσφρανθείς - πόσο ακόμα να μυρίζεις το τίποτα;

όταν λείπει ξαγρυπνάς προσμένοντας σε κάποιο θαύμα - πόσες ακόμα χαραυγές να αντικρύσεις;

όταν λείπει βλέπεις όνειρα που δεν τα θυμάσαι γιατί δεν έχουν καμία σημασία - ή μήπως έχουν; και γιαί δεν τα θυμάσαι;

όταν λείπει διαβάζεις, απαγγέλεις, τραγουδάς, ονειρεύεσαι, ακούς, καπνίζεις, πίνεις - τα ίδια και όταν ΔΕΝ λείπει, οξύμωρη σκέψη.

όταν λείπει ανταποδίδεις χαμόγελα, (δεν) βγαίνεις έξω, αγγίζεις με προσμονή, θυμάσαι, ξεχνάς.




όταν λείπει, λείπει. σκέτα. ξερά. χωρίς δεκανίκια.

όταν λείπει.

ο έρωτας.


λείπει.




αφορμή και από εδώ

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

INSOMNIA


προσπάθησα να κλείσω τα μάτια μου. μάταια. χιλιάδες οδοντογλυφίδες τοποθετημένες με αξιοπρόσεκτη τάξη εμπόδιζαν οποιαδήποτε κίνηση των βλεφάρων, όσο ανεπαίσθητη και αν ήταν. και αμέσως άρχισε η παρέλαση. οι ξυλοπόδαροι εφιάλτες, οι κλόουν όνειρα, οι φλεγόμενες προσδοκίες, οι ακροβάτες ελπίδες, οι σχοινοβάτες έρωτες. ωραία παρέλαση, μα τα χίλια βλογ(ζ)!


το εγώ δεν είναι εγώ, αλλά εσύ. ή μήπως όχι; και ποια είσαι εσύ; (είσαι εσύ..;)


πελιδνά χρώματα στο πρόσωπο το βλέμμα στραμένο προς τη μικροσκοπική οθόνη σε αναζήτηση ενός κουδουνίσματος ένα έστω και ένα για να τεκμηριωθεί η ύπαρξη ότι κάποιος με σκέφτηκε ότι είμαι εδώ και όχι κάπου αλλού ας χτυπήσει και ας είναι ο οποιοσδήποτε


φρούτα δεν τρώω. όχι.


ξεσκίζω το μέσα μου. το γαμάω. χωρίς προφυλάξεις. βαρέθηκα τις προφυλάξεις. σιχάθηκα τα σίγουρα. ζήτημα αναπνοής.


θυμήθηκα. κάτι.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

ΠΙΣΤΗ ΑΓΑΠΗ ΕΛΠΙΔΑ

δεν ξέρω ως πότε θα ζήσω

δεν ξέρω πότε τα εγκώσμια θα αφήσω

δεν ξέρω που οδεύω

χαίρομαι όμως που

την τύχη μου την κοροϊδεύω


τα κυριακάτικα φθινοπωρινά πρωινά, ο ήλιος που τρυπώνει ανάμεσα από τα σύννεφα και επιτίθεται στο δωμάτιο ανενόχλητος εξαιτίας των τραβηγμένων στην άκρη κουρτίνων, νερουλιάζει το μυαλό μου. οι κλειστές κουρτίνες και τα σφαλιστά παντζούρια πάντα μου δημιουργούν μια αποπνικτική και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. έτσι αρκούμαι στο να κουλουριάζομαι κάτω από το πάπλωμα, να ξεστομίζω αθόρυβες και ανόητες απειλές, και να ελπίζω στη βροχή. που θα με κάνει να αισθανθώ λίγο πιο καθαρός.


Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

JUST MY IMAGINATION (?)


περπατώντας άπειρες ώρες πάνω κάτω, στις ίδιες διαδρομές όλη μέρα, πολύχρωμοι άνθρωποι προσπερνάνε γελαστοί. δημιουργικότητα που αγγίζει τα όρια των ονείρων με γειώνει (αν)ομαλά, τα ακουστικά στα αυτιά συνεχώς, κυριεύομαι και οργιάζω. εικοσιεννιά (29), σχεδόν τριάντα (30) κουβαλητά στην πλάτη, μια αναπόφευκτη τάση φυγής προς ένα τρελό πουθενά κατευθυνόμενο από χιλιάδες δενέγινα που σπηρουνιάζουν το μυαλό. ο κλόουν σε κατάσταση έκστασης σαν σε προειδοποίηση για το ρεσάλτο. και ύστερα τα βράδια που δεν φέρνουν ύπνο, με τα όνειρα σε έναν σουρεαλιστικό παροξυσμό να φτύνουν ανεπεξέργαστα (αυτή η λέξη υπάρχει άραγε;) κομμάτια ενός παζλ από το οποίο δεν μπορώ να βρω τις τέσσερεις γωνίες για να κάνω μια υποτυπώδη αρχή, και τι θα κρεμάσω στον άδειο τοίχο; όταν η μέρα παίρνει και χαράζει ο ύπνος φέρνει μια λύτρωση ψεύτικη και θολή, και τα ψέμματα φαντάζουν μια δικλείδα σωτηρίας τραγικά προσωρινής που τρέφει τον φαύλο κύκλο της ανυπαρξίας. δεν υπάρχουν συνταγές, μόνο αυτοσχεδιασμοί πάνω σε δοκιμασμένα υλικά για να τα ρίξω στη χύτρα, μια δόση λογικής, μια πρέζα τρέλας, λίγο από αυθορμητισμό, ένα ίχνος κυκλοθυμικότητας, όσο περισσότερο παίρνει - για να μην κόψει - έρωτα, μια μεζούρα όρεξης, μια ισχυρή δόση αποφασιστικότητας και για να δέσει απαραίτητο συστατικό η ευτυχία. χωρίς αναλογία. μα είναι οι δόσεις των συστατικών, τα συστατικά τα ίδια, το ανακάτεμα, ο χρόνος βρασμού, το γαρνίρισμα, το σερβίρισμα, όλα μαζί, ή κάτι άλλο απροσδιόριστο που θα μετατρέψει όλο αυτό το αγωνιώδες ανακάτεμα σε κάτι αν όχι τέλειο, τουλάχιστον βρώσιμο;


και κάπου εκεί τις ώρες που το λυκόφως ζωγραφίζει, μια φωνή να επαναλαμβάνει:


προσπάθησε για αυτά που θέλεις, για να είσαι πραγματικά χαρούμενος.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

SMELL (number two)


την συναντώ στα πολυφορεμένα ρούχα. κοιμόμαστε αγκαλιά κάθε βράδυ και βλέπουμε τα ίδια περίεργα όνειρα. λουφάζει πίσω από τον πάγκο του μπαρ και με ακολουθεί στις άσκοπες βόλτες μου. κολυμπάει μέσα στον πάτο του ποτηριού μου με απόλυτη άνεση και κάνει τσουλήθρα στα παγάκια. κουβαλάει τόνους όνειρα αλλά παραμένει ακμαία και ενεργητική. τυλίγει επιθυμίες και διασκορπίζεται τριγύρω, χορεύοντας τανγκό με τα νεκρά φύλλα του φθινοπώρου. χλευάζει τον κρύο δυνατό αέρα, κάνοντάς τον να σφυρίζει μέσα από τις χαραμάδες αγριεμένα.

παράξενο πράγμα. σαν να την τρέφει αυτό το κρύο. ή σαν να τραγουδάει κοροϊδευτικά κόντρα στο καιρός για δύο.

μυρωδιά ανεξίτηλη.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

SMELL


θυμήθηκα




μια μυρωδιά..

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009


κάποτε θα βουτήξω επικίνδυνα στις καμάρες των πελμάτων σου αδιαφορώντας για το είναι μου θα επιχειρήσω ακροβατικά άλματα στις κορυφές των δακτύλων σου μεθώντας με την αρμονία των σχημάτων σου βουλιάζοντας επιδεικτικά θα διαπερνώ τις εξωτερικές γραμμές και θα υπακούω σιωπηλά στις στροφές αναζήτησης ευρηματικών πόθων αναμειγνύοντας μυρωδιές ξεχασμένων ανακαλύψεων

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

STRANGER THAN KINDNESS

σκέψεις απροειδοποίητες που χτυπάνε κατευθείαν στο μυαλό και προδικάζουν ένα ανείπωτο χτες ουρλιάζοντας σιωπηρά διεκπεραιώνουν άχρωμες θύμησες το πινακάκι μένει κενό ο κόμπος στο στομάχι προεκτείνεται αν ειρωνικά κάποτε i thought about it all night long στάχτες και μύγα στα χρωματιστά χαρτιά must try to fly.


good night ding ding ding ding ding ding.......

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009


δεν υφίσταται η λέξη πάντα. δεν υπήρχε, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ποτέ.

η λέξη αυτή είναι τα δαχτυλίδια καπνού από ένα τσιγάρο ξεχασμένο στο τασάκι που καίει άσκοπα. είναι το μπαλόνι που ξέφυγε από τη μικροσκοπική χούφτα ενός παιδιού και ταξιδεύει στον ουρανό προς άλλους τόπους μακρινούς. είναι το ρούμι που έχει απομείνει στο ποτήρι λίγο πριν ο μπάρμαν σου ανακοινώσει ευγενικά ότι το μαγαζί κλείνει. πάντα. ψεύτικη λέξη. γεμάτη ψευδαισθήσεις και υποσχέσεις που δεν πρόκειται να εκπληρωθούν ποτέ. τρυπώνει παντού. από τα πολυτελή διαμερίσματα φωτισμένα από τεράστιους πολυέλαιους και στρωμένα με πανάκριβα χαλιά, μέχρι τα πιο μικρά, υγρά και σκοτεινά υπόγεια. μοιάζει με άστεγο γεράκο, που σέρνει το βρώμικο σαρκίο του στους ομιχλώδης δρόμους μιας μητρόπολης και που δεν ζητάει ούτε απαιτεί τίποτα (ή που δεν έχει να δώσει τίποτα). είναι η κούραση που τρέφει τους βραδινούς εφιάλτες, αυτούς που σε κάνουν να ξυπνάς ιδρωμένος με έναν κόμπο στο στομάχι και να τρέχεις στο μπάνιο να ρίξεις νερό στο πρόσωπο, μήπως και καθαριστούν τα όνειρα και γίνουν πιο ανώδυνα.



η λέξη πάντα είναι μια θεατρική παράσταση χωρίς κοινό.

ανύπαρκτη.






στον Β. (και ας μη το διαβάσει ποτέ)

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

QUESTIONS



young girl customer: excuse me sir do you have soul?

Rob Gordon: well that all depends..

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

κεφάλι.

μοιάζει με cheese shop.

άλλες φορές γεμάτο με φρέσκα προϊόντα έτοιμα να παραληφθούν από χαμογελαστούς πελάτες.

και άλλες φορές άδειο..




Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

TELL ME WHY I LIKE SUNDAYS (σιγά τον τίτλο..)


οι κυριακές είναι αποθήκες των θα και των ίσως και των ναι και των αόρατων προσμονών. είναι οι κάφτρες των ατελείωτων στριφτών τσιγάρων που τα ξεχνάς στο τασάκι και σβήνουν μόνα τους. είναι τα αυτιά που λαμβάνουν αδιάφορα ραδιοφωνικά σήματα. οι κυριακές εισέρχονται σε ντι βι ντι πλέηερ και γκρεμοτσακίζονται από το χείλος φλιτζανιών διπλού (και τριπλού) ελληνικού καφέ. ενίοτε κολλάνε στο κατακάθι του. ατενίζουν εξώφυλλα βιβλίων που δεν έχουν το κουράγιο να διαβαστούν. αρνούνται να νιώσουν την παραμικρή πίεση στο στήθος τους και λουφάζουν σε ξένα γέλια και σε δωμάτια που μυρίζουν εντομοαπωθητικό. οι κυριακές υποκρίνονται αυτό που δεν υπάρχει και κουβαλάνε ένα αβέβαιο χαμόγελο.

οι κυριακές είναι ψεύτικες μέρες.

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

AUTUMN WRITING


τα φθινοπωρινά σαββατόβραδα φοράω τα καλά μου κουρέλια και σουλατσάρω βραχνιασμένος. τα φθινοπωρινά σαββατόβραδα τα μάτια μου γυρνάνε ανάποδα σε μια επικίνδυνη προσπάθεια να κοιτάξουν το μέσα του εγκεφάλου μου. τα φθινοπωρινά σαββατόβραδα ισσοροπώ σε ετοιμόρροπα μπαλκόνια αναπνέοντας απαγορευμένες αναθυμιάσεις αλκοόλης. τα φθινοπωρινά σαββατόβραδα θυμάμαι όλα αυτά που θα γίνουν και ένα ρίγος διαπερνά τον οισοφάγο μου. τα φθινοπωρινά σαββατόβραδα παίζω σκάκι με ξεφτισμένα πούλια και κερδίζω όταν μου αποσπάω την προσοχή. τα φθινοπωρινά σαββατόβραδα η άψυχη βροχή μου λερώνει τα τζάμια και εγώ πετάω το άζαξ στα σκουπίδια. τα φθινοπωρινά σαββατόβραδα ρίχνω κλεφτές ματιές πίσω από τα περίπτερα και οι πιτσιρικάδες με πετροβολούν αποκαλώντας με κλέφτη της καθημερινότητας. τα φθινοπωρινά σαββατόβραδα συμμετέχω σε συζητήσεις που δεν έγιναν ποτέ και προσμένω αυτά που δεν πρέπει. τα φθινοπωρινά σαββατόβραδα κυλιέμαι σε απεριποίητα γρασίδια παρακολουθώντας τα κατορθώματα καλοπληρωμένων ηρώων. τα φθινοπωρινά σαββατόβραδα κοιμάμαι χωρίς να κάνω έρωτα με το πάπλωμά μου και νιώθω τα αγκομαχητά ευτυχισμένων εραστών. τα φθινοπωρινά σαββατόβραδα φοράω τα ακουστικά στα αυτιά. και σκοτώνω ήδη πεθαμένα κουνούπια.



(i'm all alone i smoke my friends down to the filter
but i feel much cleaner after it rains)

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009

ΝΑΔΑ


τις ώρες της νυχτερινής απραξίας ένας φάρος εκπέμπει άψυχα φωτεινά σήματα



ίσως οι ράγες να μην περιμένουν το επόμενο τρένο για το κάπου



πάρε με τηλέφωνο(σε παρακαλώ..;)



ορμονικές εκρήξεις κιτρινισμένων ενθυμήσεων



τότε που θα ίσως δεν αν..



αδιαφανή ψέμματα προς ανώδυνη αποφυγή




Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009


πως


είναι


να


νιώθεις;



εγώ




ξέχασα..

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009


κάποτε θα νοικιάσω ένα σπίτι σε ένα νησάκι στη μέση της λίμνης των ονείρων μου. θα έχει χαμηλό ενοίκιο, φως, νερό, τηλέφωνο (τα κοινόχρηστα αποκλείονται, μόνος μου θα είμαι) και μια μικρή αυλή με ένα πλατάνι στην άκρη της. θα το επιπλώσω με τις βραδινές προσδοκίες μου. με το χάραμα θα πλένω στην ακρολιμνιά τον κόμπο που μου σφίγγει το στομάχι και τους εφιάλτες που κατασκηνώνουν εκεί στο βάθος. ύστερα θα ψαρεύω πεθαμένα όταν και ίσως και θα τα φυλάω στον καταψύκτη μου. τα μεσημέρια θα μαγειρεύω εκλεκτά εδέσματα με συνταγές που θα ξεσηκώνω από τα κιτάπια των ακτίνων του ήλιου και με μη βιολογικά προϊόντα φορμόλης ανακατεμένης με πληκτρολόγια και ποντίκια. τα δειλινά θα πηγαίνω βαρκάδα πάνω σε ηλιοβασιλέματα όλων των αποχρώσεων, πίνοντας καφέδες και τσιγάρα με γεύση ντιμπλαντένιας και μαργαριτών. αργότερα, κατά το βραδάκι, ένα χιόνι από αστέρια θα πέφτει πάνω στη σκεπή και εγώ θα ζεσταίνομαι μπροστά στο τζάκι με φωτιά από κρυμμένες αναμνήσεις αυτών που δεν έγιναν ποτέ, συντροφιά με ένα μπουκάλι κρασιού από γεώμηλα.

ίσως και να αφήνω ξεκλείδωτα πριν πάω να κοιμηθώ. να έρχεται το φεγγάρι να κοιμόμαστε αγκαλιά.

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

ΘΑ Μ΄ ΑΓΑΠΑΣ ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΑΛΛΙΩΣ;


ακόμα και αν είμαι εγώ;

ε μαμά;

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

ONLY SOLITUDE

νύχτα. ένα σοκάκι. ένας φανοστάτης παλαιού τύπου με μια κακομοιριασμένη λάμπα προσπαθεί απελπισμένα να φωτίσει λίγο τις σκιές που δεν εννοούν να του επιτρέψουν κάτι τέτοιο.

νύχτα. μίμος. κλεισμένος μέσα σε ένα αόρατο δωμάτιο. μάταιες, κωμικές κινήσεις στην προσπάθειά του να απεγκλωβιστεί. οι τοίχοι αδιαπέραστοι. και άσχημοι.

νύχτα. γαμημένος συναγερμός ενός αυτοκινήτου ταράζει την νυχτερινή σιγαλιά. για ποιο λόγο;

νύχτα. κουρασμένα τα φύλλα από τον αυγουστιάτικο ήλιο, αναπαύονται και αφήνονται να λικνιστούν στο βραδυνό αεράκι, προσπαθώντας να αγνοήσουν την επίθεση των μαυριδερών σκουληκιών που αποζητάνε να απομυζήσουν τους χυμούς τους.

(ναι σωστά μαντέψατε) νύχτα. ένας παλιάτσος ακροβατεί πάνω στη μοναδική χορδή μιας σκεβρωμένης κιθάρας. τα ξύλα της τρίζουν επικίνδυνα σε κάθε του βήμα και η χορδή πάλλεται και προκαλεί έναν απόκοσμο ήχο που εκπέμπεται από την τεράστια τρύπα του ηχείου της, που επιζητεί λαίμαργα να τον ρουφήξει.

νύχτα. στην αμμουδιά κουβαριασμένοι, σε ένα σώμα, ιδρωμένοι, στην αναζήτηση της υπέρτατης ηδονής με το φεγγάρι να πυρπολεί ανελέητα τα ματωμένα από την γκαύλα σώματα.

νύχτα. ένα δάκρυ κύλισε πάνω στην χορδή και ύστερα βούτηξε στο σκοτεινό χάος. ο σκοινοβάτης χαμογέλασε και με μια κωλοτούμπα προσγειώθηκε στο βρώμικο πάτωμα.

only

Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

αρχές αυγούστου με κουνούπια και παλιές ασπρόμαυρες ταινίες με μπύρες χωρίς αλκοόλ και άις τι με βόλτες και ζέστη στην άδεια πόλη με ραδιόφωνο χωρίς εκφωνητές και με φίλους που ολοένα λιγοστεύουν καθώς χάνονται στον ορίζοντα με τα σακίδια στην πλάτη.

έτσι εδώ.

και όμως η φυγή στο προσκήνιο.



μαρόκο.

Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

ΣΑΜΓΟΥΕΡ

κάπου υπάρχει ένα μέρος. εκεί. ένα μέρος που το έχουν όλοι οι χάρτες και όμως αν ψάξεις να το βρεις θα χαθείς μέσα σε έναν κυκεώνα δρόμων, ακτογραμμών και οροσειρών. και όμως υπάρχει. και νιώθεις μια ακατανίκητη έλξη, μια φλογερή επιθυμία να περπατήσεις στα χώματά του και να οσφρανθείς τον παράξενο αέρα του. και ένα πρωινό - ενδέχεται να είναι και απόγευμα προς το σούρουπο - παίρνεις την απόφαση. και λες δυνατά για να σε ακούσεις ¨θα πάω. έφυγα¨. και ξεκινάς τις ετοιμασίες. και καθώς παρακολουθείς από το παράθυρο τον ήλιο να βάφει με όλα τα χρώματα του κόσμου τον ουρανό της πόλης σου, καθώς το αεροπλάνο απογειωνεται μεταφέροντας προσδοκίες και όνειρα και το βλέπεις να φεύγει αφήνοντας πίσω του την αχλή του πρωινού, κάνεις σχέδια για το δικό σου ταξίδι. για το που θα βρίσκεσαι την ανατολή, την ώρα που στο λιμάνι ο πρώτος - ή τελευταίος - καπετάνιος πίνει την τελευταία γουλιά από τον καφέ του πριν σαλπάρει και οι κουρασμένες από τα αγκομαχητά της νύχτας κυράδες επιστρέφουν στα υπόγεια δωμάτιά τους. για ένα μεσημέρι που τα τζιτζίκια θα έχουν στήσει την πιο φάλτσα χορωδία που έχεις ακούσει και θα λικνίζεσαι νωχελικά χωμένος μέσα στην αιώρα σου. για ένα σούρουπο που ο ήλιος θα εκτελεί ένα αξιοζήλευτο μακροβούτι αφήνοντας πίσω του μια παλέτα χρωμάτων και εσύ θα αποτελειώνεις ένα στριφτό καθισμένος πάνω στο ίδιο βραχάκι που πιο πριν μάζευες πεταλίδες. και μαζεύεις βιβλία, φορτώνεις μουσικές, χώνεις μέσα στο σάκο διαφόρων ειδών εξαρτήματα και όλα αυτά με απόλυτη ηρεμία. γιατί το ξέρεις πως η καλύτερη στιγμή είναι αυτή. η στιγμή πριν. που τα όνειρα είναι ακόμα απραγματοποίητα.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

μάχη




για πάντα

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

ΟΔΗΓΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ - ΣΥΜΒΟΥΛΗ Νο 573

αν βρεθείτε σε μέρος όπου δεν υπάρχει κάτι φαγώσιμο και πεινάτε του κερατά, μπορείτε κάλλιστα (αυτό έτσι γράφεται;) να φάτε τα πετσάκια που βρίσκονται περιφερειακά των νυχιών σας. σε πιο μεγάλες πείνες προτείνεται - αν και δεν συνιστάται γιατί χαλάει τα δόντια - να φάτε και τα νύχια σας.

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

είμαι ένα πανέμορφο γλαροπούλι της δροσερής αυγής. δυστυχώς δεν μου μάθαν να πετάω καλά ακόμα. έτσι, αντί να μεταναστεύσω στον τόπο που χιονίζει μπουρμπουλήθρες, ξέμεινα εδώ παρέα με αυτόν τον άγευστο ιούλιο . τρέφομαι με τον τρόμο που μου προκαλεί κάθε χαραυγή και ξεδιψάω με άσπρα φεγγάρια ανακατεμένα με πολύχρωμα υγρά σε κάθε λογής ποτήρια. με το χάραμα κουλουριάζομαι στις φτερούγες μου, που αδυνατούν να μου προσφέρουν μια υποτυπώδη στάλα δροσιάς. μην διαθέτωντας πτητική ικανότητα, γκρεμοτσακίζομαι κάθε πρωί και κάθε απόγευμα από τη φωλιά μου και περπατάω με γελοίο τρόπο κουνώντας ταυτόχρονα τα φτερά μου, μήπως και τραβήξω την προσοχή των περαστικών τρολ και μου δώσουν σημασία αποφεύγοντάς με. τα μεσημέρια μαζεύω τους αόρατους φίλους μου και ταξιδεύουμε πάνω σε ιπτάμενα παρεό. ο αέρας μας τρυπάει τα ρουθούνια με μυρωδιές από εξωτικά φρούτα και θαλασσινό αεράκι, αλλά στο τέλος καθώς ξυπνάω ιδρωμένος μου μένει μόνο μια άνοστη γεύση από τριμμένη κιμωλία. προχθές στον υπνο μου είδα ότι βρισκόμουν καταμεσής στο πέλαγος και ψάρευα παραισθησιογόνα μανιτάρια.



(μπλάντυ )



(ξανά το ίδιο)



Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ (ΣΤΟΝ ΑΡΡΩΣΤΟ)

μου δώσαν διορία μέχρι το σεπτέμβρη. μετά τον πούλο. θα πρέπει τώρα εγώ να κάτσω να γαμηθώ ολίγον για να προλάβω τις ημερομηνίες. ε και τι έγινε; πρωί απόγευμα μπροστά στο πι σι και οι ώρες θα κυλάνε υπέροχα..

μάλλον δεν θα πάω πουθενά φέτος. ε και τι έγινε; θα ασπαστώ το δόγμα που λέει ότι η πόλη είναι πιο όμορφη άδεια κτλ..

ο καινούργιος δίσκος των μπαϊρούτ δεν μου άρεσε καθόλου. θα μου πεις με τέτοιο εξώφυλλο έπρεπε να το ψυλλιαστώ. ε και τι έγινε; θα ακούω τα παλιά ξανά και ξανά..

τέρμα και το αλκοόλ. τουλάχιστον για ένα διάστημα. πάει μας το κόψαν και αυτό. το άλλο είναι κομμένο εδώ και καιρό οπότε τι μένει τώρα δεν ξέρω. ε και τι έγινε; τουλάχιστον μπορώ ακόμα να δημιουργώ δαχτυλίδια καπνού.. (και στη δουλειά χε χε..)


και οι ώρες κυλάνε υπέροχα..

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009




γεια σου κύριε αχινέ! είπε το μικρό παιδί. συγνώμη που σε έβγαλα από τη θάλασσα, αλλά ήθελα να σε δω λιγάκι, να παρατηρήσω πως κινούνται τα αγκάθια σου και θα σε ξαναρίξω μέσα στη θάλασσα να ζήσεις. για λίγο, θα σε βάλω μεσα στο κουβαδάκι μου που έχει νερό για να μην πεθάνεις. κοίτα, σου έχω βάλει και πετρούλες και λίγη άμμο για να φτιάξω το φυσικό σου περιβάλλον. για πες μου κύριε αχινέ, από που είσαι; από εδώ; και εγώ νόμιζα πως θα έχεις έρθει από κάπου πολύ μακριά και πως θα ταξιδεύεις συνέχεια. τι; δεν έχεις πάει ποτέ πουθενά; πως γίνεται αυτό; α, επειδή είσαι σφηνωμένος πάνω σε αυτόν τον βράχο; τι κρίμα! μήπως θέλεις να πάμε παρέα κάπου; ωραία, μείνε μέσα στο κουβαδάκι μου που έχει νερό για να μην πεθάνεις και μαζί θα ξεκινήσουμε να γυρίσουμε τον κόσμο! εντάξει;

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

ΜΠΛΑΚ

..και όταν χαράζει

ερχεται

η σκοτεινιά..



Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009

βάλε με μέσα στις χούφτες σου και κράτα με. εκεί μέσα να κρυφτώ να μη φοβάμαι τίποτα. γιατί το βλέπεις ότι δεν είμαι δυνατός και εγώ ξέρω πως με τρομάζουν οι χαραυγές. κουλουριάζομαι στην άμμο περιμένοντας να έρθουν οι αχινοί να με τυλίξουν και να με ταξιδέψουν στα πιο γαλανά νερά που κολυμπούσες. η νύχτα όμως είναι τόσο μικρή που δεν φτάνει ούτε για ένα τσιγάρο και στο τέλος μένω με τη γεύση μιας απροσδιόριστης αλμύρας στο στόμα και με μια μισοτελειωμένη γόπα να κρέμεται από τα χείλη.

βάλε με μέσα στις χούφτες σου.




θα το κάνεις;




Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

ΠΟΣΤ ΜΕ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΛΟΓΙΑ (ΑΡΑΧΝΕΣ ΠΙΑΣΑΜΕ)

της αυγής τα πουλιά φτερουγίζουν στα δέντρα

η νύχτα ξεψυχάει στην κόψη του λιθαριού

έλα να βρούμε ένα μέρος που θα σ αγαπώ για πάντα









και αναρωτιέμαι πάλι

οι προσευχές μου που πάνε

και αν έχουν γίνει πουλιά

προς τα που πετάνε



(άραγε σε ποια κατηγορία ανήκω;)

Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

όμορφη βραδιά σήμερα.

όσο χρειάζεται για να την τυλίξεις μέσα σε δαχτυλίδια καπνού.

όσο για να χα'ι'δέψεις τη σιωπή της.




ναι, όμορφη βραδιά σήμερα..




(μα που πήγαν τα αστέρια;)

Παρασκευή 22 Μαΐου 2009

ΚΑΡΠΟΥΖΙ

ο αέρας αυτό το βράδυ μυρίζει καρπούζι.


άντε, καλώς τα δεχτήκαμε..


παρομοίως..





Σάββατο 16 Μαΐου 2009

ο κλόουν μου έχει ρεπό. το πήρε μόνος του. ούτε καν μπήκε στον κόπο να με ρωτήσει. την έκανε. και μάλιστα σαββατιάτικα. σαν να μην τον νοιάζει καθόλου τι θα απογίνει το κοινό του.

όλα άρχισαν κατά το μεσημέρι. κάτι δεν πήγαινε καλά. έπρεπε να το καταλάβω. δεν ακούγονταν ήχοι από πρόβες στην σκηνή. και οι μουσικοί την είχανε αράξει κάτω από ένα πλατάνι και ροχάλιζαν. μόνο ο ακορντεονίστας ήταν ξύπνιος, αλλά και αυτός ούτε που μου έδωσε σημασία καθώς περνούσα από δίπλα πηγαίνοντας να κατουρήσω. προς ανταπόδοση του χαιρετισμού μου, άνοιξε διάπλατα το στόμα του και χασμουρήθηκε καλύτερα και από ιπποπόταμο.

έβγαλα ανακοίνωση στην είσοδο. η παράσταση ακυρώνεται. βαρέθηκα να γράψω τον λόγο.

σκέφτηκα να βγω να τον ψάξω, αλλά μετά το μετάνιωσα. ποιος ξέρει που να έχει πάει.

ελπίζω να γυρίσει μέχρι αύριο. να χάσουμε το σάββατο πάει καλά, αλλά και την κυριακή θα είναι καταστροφή. με τι να πληρώσεις μετά ορχήστρα, φωτιστή, ηχολήπτη, μπαλέτο, μακιγιέρ, καθαρίστριες, ενοίκιο στο δήμο για το χώρο, φέιγ βολάν και αφίσες.

ελπίζω να μην με βαρέθηκε και έφυγε για πάντα.

έβαλα μια μουσική να ακούγεται από τα ηχεία μπας και τον δελεάσω να γυρίσει.

ας περιμένω.



(
μάλλον χρειάζομαι ύπνο. α, και κάτι να φάω
)





Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

σήμερα το πρωί είδα μια πασχαλίτσα στο μπαλκόνι μου.

Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

το θέμα είναι να θέλεις να τα πεις. να λες, ακούστε με, θέλω να σας πω κάτι γιατί αν δεν σας το πω θα σκάσω. και ξέρω ότι σας ενδιαφέρει αυτό που θέλω να σας πω. και να θες να περάσεις ένα μήνυμα. αυτά που θα πεις να αφήσουν ένα απόσταγμα. ζωής.

αυτό είναι όλο.









με ποιον τρόπο εξωτερικεύει κανείς την εσωτερικότητά του;

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

ΦΑΝΤΑΣΙΑ VS ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ = .. (ΑΣΤΑ ΝΑ ΠΑΝΕ..)


συχνά πυκνά παίρνω άδεια από τη δουλειά και πηγαίνω εκεί που δεν έχω πάει ποτέ. μου αρέσει αυτό το μέρος. είναι γεμάτο αναμνήσεις. θυμάμαι μια φορά που έπινα μπύρες παρέα με ένα ξωτικό με πορτοκαλοκοραλί μαλλιά και κουβεντιάζαμε για το τίποτα, στην όχθη του ποταμού που δεν υπήρχε. μια άλλη φορά, ήταν σε κάποιες ανύπαρκτες διακοπές θαρρώ, που ο ήλιος δεν έλαμπε και τα πουλάκια δεν πετούσαν, είχαμε μαζευτεί διάφοροι ασάλευτοι και παίζαμε άηχες μουσικές μέχρι το ξημέρωμα που δεν φάνηκε. ύστερα, βουρτσίζοντας τα δόντια μας, κορο'ι'δεύαμε τους ξέπνοους ανέμους καβαλώντας τη ράχη ταχύπλοων στρουθοκαμήλων σε μια τρελή κούρσα προς το πουθενά. ναι, έχω πολλές αναμνήσεις από το μέρος εκείνο. τι να σου λέω τώρα.. (χε χε!) τι θυμήθηκα τώρα.. (χο χο!) ήταν τότε στο δενέγιναποτέ ταξίδι μου, που κάναμε αυτοσχεδιασμούς στο δενυφίσταμαι θεατράκι πάνω στην κορυφή του λόφου απαγγέλωντας πουδενέχουνγραφτεί κείμενα. όμορφες καταστάσεις. τώρα, θα μου πεις, γιατί στα λέω όλα αυτά. βασικά, ήθελα να σου πω ότι εκεί πάντα με περιμένει το πουδενξέρω κορίτσι. γνωρίζει πότε θα πάω και είναι πάντα εκεί. με περιμένει στην προβλήτα του βουνού χορεύοντας τον δενέχειανακαλυφθείακόμα χορό. και μου χαμογελάει. πίνοντας τσάι. από πορτοκάλια.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

ΔΙΛΛΗΜΑΤΑ (ΣΥΝ ΜΙΑ ΑΠΟΡΙΑ)

τελικά αποφάσισα ότι δεν μπορώ να αποφασίσω(!;). τι μου αρέσει πιο πολύ; όταν το πλοίο ταξιδεύει ανάμεσα σε νησιά ή στο ανοιχτό πέλαγος; όταν ο ήλιος λάμπει ή όταν ο καιρός είναι συννεφιασμένος και ομιχλώδης; όταν το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι ή όταν φεύγει από αυτό; η ανατολή ή η δύση του ήλιου; όταν όλοι μιλάμε ή όταν η παρέα μένει σιωπηλή; ποιος είναι πιο χαρούμενος (ή πιο λυπημένος); αυτός που φεύγει ή αυτός που μένει πίσω;





γιατί (δεν) ταξιδεύουμε;



στους/ στις: Σ., Β., Σ., Μ., για τις όμορφες στιγμές που περάσαμε και για αυτές που θα έρθουν.




Πέμπτη 16 Απριλίου 2009


είπα να φύγω για λίγο. πάω να ρουφήξω λίγη αλμύρα. όταν (και αν) αναστηθεί τα λέμε ξανά..


φιλιά σε όλους

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009


εκεί ανάμεσα στους πνεύμονες και το διάφραγμα περιφέρεται ένας χαμογελαστός κλόουν (γιατί υπάρχουν και θλιμμένοι; ναι ρε, είναι αυτοί που βάφτηκαν σε ανάποδο καθρέφτη), με πολύχρωμη φορεσιά, με τριάνταεφτάμιση νούμερο μεγαλύτερο παπούτσια, κρατώντας ένα κατακόκκινο γαρύφαλλο και με μια πορτοκαλί περούκα που στην κορυφή της ισορροπεί ένα μικροσκοπικό καπελάκι. κάθε φορά που πάλλεται το διάφραγμα, αυτός εκτελεί τα πιο αστεία και επιτηδευμένα επικίνδυνα νούμερα. θα μου πεις τώρα, δουλειά είναι αυτή, συνεχώς να είσαι στην τσίτα, και όμως, αυτός δείχνει να το διασκεδάζει. ίσως και να το έχει ανάγκη. όχι οικονομική, άλλωστε πόσες φορές να έρθει να σε δει το ίδιο κοινό χωρίς στο τέλος να γαμοσταυρίζει που δεν έκατσε σπίτι να δει το σι ες άι (το λοστ κατέληξε στα αζήτητα, άντε στην ανάγκη κανά πρίζον μπρέηκ). ανάγκη εσωτερική, δημιουργική, από αυτές που σε γεμίζουν και θέλεις να σκάσεις και να γεμίσει η πλάση μπαλόνια και ζαχαρωτά να χαίρεται ο κόσμος.

αυτός ο κλόουν τώρα θυμήθηκε τις γυμνές πατούσες σου πάνω στο μαύρο πάτωμα δίπλα από την κολώνα που έχει πια μεταμορφωθεί σε πόρτα όταν κάνεις γέφυρα. κάτι τέτοιες στιγμές του αρέσει να παίζει το τρομπόνι που δεν ξέρει.

και μετά θέλει να χορεύει. και γίνεται ευτυχισμένος. σε 1:36.




Τρίτη 7 Απριλίου 2009

If we are here not to do
What you and I wanna do
And go forever crazy with it
Why the hell are we even here?


There was never any good old days
They are today, they are tomorrow
It's a stupid thing we say
Cursing tomorrow with sorrow














Κυριακή 5 Απριλίου 2009

we are gonna turn frustration into inspiration
whatever demons are there we are gonna set them free





Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

αυτό το φως που εκπέμπει η οθόνη το νιώθω πολύ οικείο πια. και με ζεσταίνει. άκου τώρα πράγματα. ότι ναναι. οτιδήποτε. στο σαλόνι (δίπλα) γέλια. δυνατά. εγώ τι κάνω στο δωμάτιο; γράφω. γιατί εδώ και όχι εκεί; γιατί έτσι. μπα, όχι. γιατί.... δεν ξέρω. βασικά ξέρω αλλά δεν θέλω να το πω. πάντα έτσι δεν κάνω άλλωστε; καλά όχι πάντα. σχεδόν πάντα. τις περισσότερες φορές δηλαδή. λέω να το παραδεχτώ να πάει στο διάολο. ε και τι έγινε που το παραδέχτηκα; σκατά. πάλι εδώ είμαι. και για να έχουμε καλό ερώτημα πότε θα αλλάξει αυτό; πότε; ε; εεεεεεεεεεεε; ΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ;;;;;;; καλά μη φωνάζω αφού με ακούω και έτσι. ε και τι έγινε που με ακούω; σκατά. τώρα το χέρι μου (το δεξί) γιατί τρέμει; σκατά. ρε πούστη μου. θέλω να ουρλιάξω. μέχρι να κλείσει ο λαιμός μου. γιατί δεν ξέρω να μιλάω διαφραγματικά ακόμα καλά, οπότε αν το κάνω θα κλείσει ο λαιμός μου. θα μου πεις και τι έγινε αν ουρλιάξεις; ξερω γω; μπορεί να φοβηθούν οι δαίμονες (ποιοί;) και να την κάνουν με ελαφρά. ή και με βαριά. ας την κάνουν όπως θέλουν. να παν να γαμηθούν. δε βαριέσαι. τι λέγαμε; α ναι. να ουρλιάξω. μπορεί έτσι να μην ξημερώσει αύριο. ή να ξημερώσει και να βρίσκομαι κάπου αλλού. ας πούμε... στο παρίσι. στις ινδίες. ή στη νέα υόρκη. αν δεν έχεις πάει πουθενά δεν έχεις παρά να διαλέξεις. θα μου πεις και τι θα κάνεις εκεί; μάλλον τίποτα. τα ίδια σκατά θα είναι. καλά μπορεί και όχι. μπορεί εκεί να έχω μια θάλασσα έξω από το σπίτι μου και κάθε φορά που θα βρέχει να πετάω από το μπαλκόνι. ίσως εκεί να κυλιέμαι σε φραουλένια λιβάδια, να ψαρεύω πολύχρωμες πέστροφες σε ομιχλώδης λίμνες, ξέρω γω; καλά κάνε όνειρα. μαλάκα. αυτά τα πετσάκια γύρω από τα νύχια είναι τόσο νόστιμα τελικά; μωρέ λες; γκουρμέ μεζές; τέλεια. παιδί πιάσε ένα τσίπουρο με μεζέ. τι μεζέ; ε βάλε λίγα πετσάκια και κανά δυο νύχια έτσι για τη φάση. τώρα που το σκέφτομαι τρέμω την ώρα που θα χτυπήσει η πόρτα. δεν θέλω. να με αφήσουν ήσυχο. θα μου πεις τι φταίνε; όχι, όχι, γίνομαι άδικος. δεν μου φταίνε σε τίποτα. είναι τόσο καλές. και εγώ είμαι καλός. ή τουλάχιστον έτσι λένε. και αυτές και οι υπόλοιποι. με συμπαθούνε και με αγαπάνε. και εγώ τι κάνω; γιατί φέρομαι έτσι; σκατά. λένε τι καλός αυτός ο πασκουάλε (ή πασχαλάκος, σπάνια πασχάλης). ναι έτσι λένε πίστεψέ με. πρέπει να με πιστέψεις. καλά οι σιγκουρ ρος τα σπάνε. γαμώ. θέλω να κλάψω τώρα. άμα μου ρθει θα το κάνω. επίσης και εσύ τι φταις; όχι εσύ, εσύ. σκατά. πότε θα σταματήσω να σου κρύβομαι; γιατί θεέ μου; (εντάξει δεν υπάρχει, είναι σχήμα λόγου). λες κάποτε να τα καταφέρω; ωραία θα ήτανε. όμορφα. ο ουρανός θα φάνταζε υπέροχος. είδα γραμμένη κάπου τη φράση: θα βάλω καθρέφτες στα πεζοδρόμια να βλέπει ο κόσμος ουρανό. αντανάκλαση. τι κάνει η πουτάνα η φυσική. τελικά τα καλύτερα πατατάκια είναι αυτά με φυσική γεύση. πατάτας. και καλά.


κουζίνα. ποτήρι (χαμηλό). παγάκια. τσίπουρο (με γλυκάνισο).

- τι κάνεις μέσα; για το θέατρο;
- ναι. (κατά μια έννοια..)



α ρε παπάρα ούτε μια υπόσχεση δεν μπορείς να κρατήσεις.

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

βεβαιωθείτε

διά την παύση

της υδατόπτωσης

του υδατοπαροχέα

ΠΡΙΝ

την αποχώρησή σας

από την οικία.

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2009

ΑΠΟΦΑΣΗ (σιγά ρε μεγάλε μη σκίσεις κανένα καλσόν..)

όταν συνεχώς κρύβεσαι από όλους και από όλα (και κυρίως από τον εαυτό σου), δεν σου μένει παρά να σιωπήσεις.

για όσο.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

ΠΟΥΛΟΒΕΡ

έχω ένα κουβάρι μέσα στο κεφάλι μου. αν ήξερα να πλέκω θα μπορούσα να φτιάξω από δυο πουλόβερ για κάθε περιπλανώμενο μεθυσμένο διαβάτη αυτής της πόλης. ένα για τη μέρα, ένα για τη νύχτα. να τα φοράει συνέχεια, να τα μπερδεύει μεταξύ τους, να γεμίζουν θηλειές και κόμπους, να έχουν σημάδια από κάφτρες. και αν τύχει, να τα βάζει και στο πλυντήριο καμιά φορά. για να νομίζει οτι αλλάζει κάτι. όχι όμως στους τριάντα. στους εξήντα. και ας κινδυνεύει ο πλανήτης. με τον πλανήτη της ψυχής μας τι θα κάνουμε; με τους πάγους των εντοσθίων μας; με τις χελώνες που κολυμπάνε μέσα στο σάλιο μας; με τα πανύψηλα τροπικά δέντρα του μυαλού μας; δεν έχω και γάτα να της το δώσω το κουβάρι μου να παίξει μαζί του, να το κυλάει σε όλο το πάτωμα, να το ζαλίσει μπας και το εκνευρίσει και πει να ξεμπερδευτεί από μόνο του, γιατί αν περιμένει από εμένα δεν θα δει χα'ί'ρι. δεν έχω γάτα, μόνο κάτι βρωμοπεριστέρια ακούγονται από έξω τι μπορούν να κάνουν και αυτά. αύριο μόλις ξυπνήσω θα πάω να αγοράσω τσιγγελάκια, να μάθω σταυροβελονιά και να σου ρθω με καινούργιο κασκόλ από αυτά με τα κρόσια να με τυλίξεις μέσα του γιατί έρχεται η άνοιξη και πρέπει να είμαι όμορφος.




ποια μοτοκούζι ρε φίλε, εδώ δίπλωμα για παπάκι δεν έχουμε. ούτε καν ποδήλατο (αυτό το λάστιχο πότε θα το φτιάξω άραγε;). όσο για το βόλβο δεν είμαστε για τα κυβικά του..

άσε, ας περιμένει λίγο το τέλος του κόσμου

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

ΚΡΥΦΤΟ

είδα δυο εικόνες. δυο κορίτσια. μάλλον ήταν το ίδιο, με διαφορετικά ρούχα. ένα πολύ περίεργο κορίτσι. τη μια περπατούσε χορεύοντας πάνω στα υπολείματα κάποιου μετεωρίτη, απομεινάρι και αυτός από κάποιον μακρινό πλανήτη, αποφεύγοντας επιδέξια να κατακρυμνιστεί στο άπειρο, λικνίζοντας αιθέρια το αέρινο σώμα της ανάμεσα στα μικροσκοπικά αστέρια που την είχαν περικυκλώσει αναζητώντας να οσφρανθούν έστω και μια μικρή υποψία από την μυστηριώδη ύπαρξή της. τα σγουρά μαλλιά της πιασμένα ψηλά στο κεφάλι της ανέμιζαν άνεμοι από τα κβάζαρ, κάνοντάς τα να δημιουργούν αλλόκοτα σχήματα γραπώνοντας στο διάβα τους πολύχρωμη αστερόσκονη, την οποία σκορπούσαν σαν κομφετί πάνω στους ανυποψίαστους αστεροειδείς που τύχαινε να περάσουν εκείνη την ώρα από κοντά της. καθώς περνούσα δίπλα της, προσπαθώντας να καβαλήσω τη ράχη ενός φλεγόμενου αστεριού που έπεφτε, την είδα. με κοίταξε. και μου χαμογέλασε. πρέπει να μου μίλησε κιόλας, αλλά εγώ, απασχολημένος με το αστέρι μου, απέφυγα να της μιλήσω. την κοίταξα μόνο καθώς απομακρυνόμουν, να στροβιλίζεται χαμογελώντας. αργότερα, καθώς το σκεφτόμουν, νομίζω ότι διέκρινα μια μελαγχολική απορία στο βλέμμα της.

μια άλλη φορά στεκόταν μπροστά σε έναν μικροσκοπικό καθρέφτη. τα μαλλιά της, λυτά, ίσα που αγγίζανε τους ώμους της. τα μάτια της είχαν σταθεροποιηθεί σε ένα σημείο του καθρέφτη και κοιτούσαν έντονα. το σώμα της, παρόλο που έμοιαζε κουρασμένο, είχε αυτήν την έντονη τάση αναμονής του καλύτερου. καταφέρνωντας με το ζόρι να ισορροπήσω πάνω σε ένα τριόροφο σκουριασμένο ποδήλατο με μια ρόδα, πέρασα από πίσω της. σταμάτησα να την παρατηρήσω. περίεργος καθώς είμαι, κοίταξα μέσα στον καθρέφτη για να δω. αλλά τρόμαξα. παρα τρίχα γλίτωσα το γκρεμοτσάκισμα. αυτή, με κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη. μια προσπάθεια ανάπτυξης ενός κουρασμένου χαμόγελου δεν ολοκληρώθηκε. τα χείλια της κουνήθηκαν από ανάγκη να ειπωθούν τα λόγια. εγώ όμως αυτά δεν τα είδα. είχα ήδη φύγει μακριά. μέσα στις σκιές. εκεί που δεν φαινόμουνα.

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

... ........ .. .....

.... .. ... .. ..... ........

... ..... ....

... ... ........ .. ......

.. ...... ... ......... ........

.. ..... .. ... .. ... .. ....

... ... ..... .. ........... ... ......

... . ...... .... .. ......

... ..... ......

... .... ... ... ... .....

...... .. ..... ... ... ........

... ..;

... ....


.....;;;;

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

ΤΑΞΙΔΙ

ξάπλωσα. ξαφνικά το πάτωμα άρχισε να με ρουφάει. βυθιζόμουνα. βρέθηκα στο σαλόνι του τρίτου ορόφου και από εκεί στο μπάνιο του δεύτερου, στον φωταγωγό (μα ποιος αρχιτέκτονας σχεδίασε αυτήν την οικοδομή;), στον γκισέ του θυρωρού, και από εκεί η καθοδική μου πορεία συνεχίστηκε στο υπόγειο. το παράξενο είναι ότι κανείς από τους ενοίκους δεν μου έδωσε σημασία. η κάθοδος συνεχιζόταν. βρέθηκα στο χώμα. το σώμα μου πιο ελαφρύ και από ένα ακάρεο, συνέχισε να βυθίζεται όλο και πιο βαθειά. το υπέδαφος κρύο και υγρό. χώμα, πέτρες, λάσπη. μύριζε κλεισούρα. και όλο και κατέβαινα. το παράξενο είναι πως δεν μου έκανε καμιά εντύπωση. η θερμοκρασία έπεφτε με αυξανόμενη ταχύτητα. κρύωνα. μαζεύτηκα, στη στάση του εμβρύου, μήπως και μπορέσω να ζεσταθώ. δεν μου άρεσε εδώ. δεν είχε πλάκα. και όλο και κατέβαινα. πέρασα από διαφόρων ειδών υποστρώματα, σκουντούφλησα πάνω σε ένα ζευγάρι τυφλοπόντικες την ώρα που εεχμ.. καταλαβαίνετε.. (το παράξενο είναι ότι ούτε αυτοί ενοχλήθηκαν), κανα δυο σκουλήκια με κοίταξαν υποτιμητικά και συνέχισαν το δρόμο τους, ίσως πέρασα ξυστά από μια πλούσια φλέβα πετρελαίου. και όλο και κατέβαινα. σταδιακά, η θερμοκρασία άρχισε να ανεβαίνει. εκεί που είχα πραγματικά εκνευριστεί, διαπίστωσα ότι η θαλπωρή που ένιωθα μου άρεσε. την ένιωθα οικεία. το υλικό στο οποίο βυθιζόμουνα είχε πια γίνει μια πηχτή μάζα από κάτι απροσδιόριστο, το οποίο καθώς με τύλιγε μου προσέφερε μια ευχάριστη αίσθηση αναζωογόνησης. τέντωσα τα άκρα μου και αφέθηκα. και όλο και κατέβαινα. ώσπου σε κάποια στιγμή, η ταχύτητά μου ελλατώθηκε αισθητά. βυθιζόμουνα όλο και με μεγαλύτερη δυσκολία. τώρα πια ένιωθα σαν να κολυμπάω. κολυμπούσα. μέσα σε μια πορτοκαλί μάζα με με κίτρινες μπουρμπουλήθρες που με χάιδευαν γαργαλιστικά. όμορφος κόσμος. μαγευτικός. γαλήνιος. και όλο και κολυμπούσα. κάποια στιγμή, μια μακρομαλλούσα μπουρμπουλήθρα περνώντας ξυστά από το αριστερό μου αυτί, μου ψιθύρισε: είναι ώρα να αρχίσεις να ανεβαίνεις. αποχαιρέτισα τις υπόλοιπες μπουρμπουλήθρες, που με κοίταξαν για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου λυπημένες πριν συνεχίσουν τον τρελό χορό τους, και αφέθηκα. κατά τη διάρκεια, όμως, της ανόδου μια δυσφορία μου δημιουργήθηκε. δεν ήθελα να φύγω από εκεί. δεν μπορούσα όμως να κάνω και αλλιώς. και όλο και ανέβαινα. η ταχύτητά μου αυξήθηκε αισθητά. άρχισα να νιώθω άβολα. η θερμοκρασία έπεφτε. μαζεύτηκα. δεν ήθελα. κούρνιασα στον εαυτό μου για να αντιμετωπίσω την κατάσταση. πάλι λάσπη. πέτρες. χώμα. ήθελα να φωνάξω όμως η φωνή μου δεν έβγαινε. προσπάθησα, μάταια, να αντισταθώ. ένιωσα να φτάνω στην επιφάνεια. κλεισούρα. ανασφάλεια. βοήθεια. ένιωσα το εξωτερικό φως να με καίει. φύγετε από εδώ όλοι. δεν θέλω. φως. χώμα. φως. χώμα. φως. έκλεισα τα μάτια. έμεινα ξαπλωμένος. στη στάση του εμβρύου. όχι για πολύ όμως. ξαφνικά, δεν άγγιζα πια το έδαφος. ανυψώθηκα. αιωρούμουνα στον αέρα. και όλο και ανέβαινα πιο ψηλά. δίστασα. τελικά, άνοιξα τα μάτια μου. πετούσα. χόρευα ανάμεσα στα σύννεφα. βουτούσα παιχνιδιάρικα μέσα τους. η ίδια, όπως με τις μπουρμπουλήθρες, γαλήνη με κυρίευσε. χοροπηδούσα πάνω τους. έγινα αυτόπτης μάρτυρας των μεταμορφώσεών τους. και ο χορός συνεχίστηκε. ώσπου, αποκοιμήθηκα στην πολύχρωμη αγκαλιά ενός από αυτά. και αυτό με πήρε και με απόθεσε απαλά εκεί όπου είχα ξαπλώσει αρχικά. με φίλησε στο μάγουλο και απομακρύνθηκε στροβιλίζοντας τον αέρα γύρω του. απόμεινα να κοιμάμαι. ίσως για χρόνια. ίσως για μια στιγμή.

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

σε θέλω







χωρίς εμένα

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2009

THE WEEPING SONG

είμαι ο χορευτικός πελεκάνος των απάνεμων χρωμάτων. προμηθεύτηκα κάτι φτερά που τα νόμιζα για αδιάβροχα, αλλά ήδη η υγρασία έχει εισχωρήσει μέχρι το κόκκαλο και κάνει τις κλειδώσεις μου να τρίζουν επικίνδυνα. ένα ψάρι που είχε πιαστεί κατά λάθος εδώ και καιρό μές στη σακούλα του ράμφους μου, σφηνώθηκε και δε λέει να ξεκολλήσει (άσε που έχει αρχίσει να μπαγιατεύει και βρωμάει απαίσια). αναπνέω τις αλμυρές αναθυμιάσεις αφρισμένων θαλασσών, φλερτάροντας με λιγδιάριδες ξεπεσμένους πειρατές αλλοτινών εποχών που με κρατάν κοντά τους ρίχνοντάς μου που και που τα αποφάγια τους. για αντάλλαγμα, με αφήνουν να ξαποσταίνω πάνω στα σάπια κατάρτια των μπαταρισμένων καραβιών τους. οι ευγενικοί (με τους υπόλοιπους πελεκάνους) ψαράδες, με κυνηγάνε τινάζοντας πάνω μου τα αγκίστρια τους μόλις πλησιάσω για να αρπάξω κάποιο φρέσκο ψαράκι που μόλις έχουν πιάσει. πριν λίγο καιρό χόρεψα πάνω στον αφρό ενός κύματος εκτελώντας αξιοζήλευτες πιρουέτες, οδήγησα ένα τρελό αυτοκίνητο στους μονόδρομους ενός ουράνιου τόξου και καπου εκεί χάθηκα γιατί δεν κατάλαβα ότι το αριστερό μου μάτι πάσχει από αχρωματοψία, μέχρι που πήγα στον οφθαλμίατρο ο οποίος μου συνέστησε να μεταναστεύσω στις μπουρμπουληθρένιες θάλασσες της ισλανδίας μήπως και το άχρωμο υπερβόρειο χιόνι καταφέρει να γεμίσει το αδιαπέραστο άσπρο των ματιών μου.




δεν τον άκουσα ο μαλάκας..