νύχτα. ένα σοκάκι. ένας φανοστάτης παλαιού τύπου με μια κακομοιριασμένη λάμπα προσπαθεί απελπισμένα να φωτίσει λίγο τις σκιές που δεν εννοούν να του επιτρέψουν κάτι τέτοιο.
νύχτα. μίμος. κλεισμένος μέσα σε ένα αόρατο δωμάτιο. μάταιες, κωμικές κινήσεις στην προσπάθειά του να απεγκλωβιστεί. οι τοίχοι αδιαπέραστοι. και άσχημοι.
νύχτα. γαμημένος συναγερμός ενός αυτοκινήτου ταράζει την νυχτερινή σιγαλιά. για ποιο λόγο;
νύχτα. κουρασμένα τα φύλλα από τον αυγουστιάτικο ήλιο, αναπαύονται και αφήνονται να λικνιστούν στο βραδυνό αεράκι, προσπαθώντας να αγνοήσουν την επίθεση των μαυριδερών σκουληκιών που αποζητάνε να απομυζήσουν τους χυμούς τους.
(ναι σωστά μαντέψατε) νύχτα. ένας παλιάτσος ακροβατεί πάνω στη μοναδική χορδή μιας σκεβρωμένης κιθάρας. τα ξύλα της τρίζουν επικίνδυνα σε κάθε του βήμα και η χορδή πάλλεται και προκαλεί έναν απόκοσμο ήχο που εκπέμπεται από την τεράστια τρύπα του ηχείου της, που επιζητεί λαίμαργα να τον ρουφήξει.
νύχτα. στην αμμουδιά κουβαριασμένοι, σε ένα σώμα, ιδρωμένοι, στην αναζήτηση της υπέρτατης ηδονής με το φεγγάρι να πυρπολεί ανελέητα τα ματωμένα από την γκαύλα σώματα.
νύχτα. ένα δάκρυ κύλισε πάνω στην χορδή και ύστερα βούτηξε στο σκοτεινό χάος. ο σκοινοβάτης χαμογέλασε και με μια κωλοτούμπα προσγειώθηκε στο βρώμικο πάτωμα.
only