DAYS OF DARKNESS

Μουζικα

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

JUST FUCKING BREATHE

βροχερή επιστροφή στο σπίτι με βροχερές σκέψεις. η διάθεση φέρει τη φράση "απαιτείται φόρτιση του συσσωρευτή". σύννεφα (και) λόγω μπαταρίας. ένα ποτήρι γάλα και κακομοιριασμένα στριφτά με απομεινάρια καπνού. το μυαλό είναι σαν τα αποτυχημένα κινέζικα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια. εκεί που νομίζεις ότι λειτουργεί σωστά, ξαφνικά παίρνει φωτιά και άντε να σώσεις τις κουρτίνες και και το χαλί από τις φλόγες. άσε που μένει και η κάπνα να σου θυμίζει τα λεφτά που ξόδεψες τζάμπα.

η μηχανή προβολής δουλεύει στο φουλ και η μπομπίνα με άπειρες σκέψεις αποτυπωμένες πάνω της να γυρίζει με ιλλιγγιώδη ταχύτητα. ο εστιασμός σε κάθε μία ξεχωριστά αδύνατος. πρέπει να προβληθεί όλη η ταινία. μην ακούς όμως τους κριτικούς. είναι κακοί και παραμυθιάζουν αυτούς που χάνονται στα όνειρά τους.




περίπου εβδομηνταεφτάμιση (77,5) φορές στο ριπίτ. και δυο μελαγχολικά μάτια. σε μια αναζήτηση της άλλης πλευρά του χρωματιστού τόξου.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

STORYTELLING

μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένα βασιλόπουλο. ένα περίεργο βασιλόπουλο. εκκεντρικό, σαν βασιλόπουλο, θα το χαρακτήριζε κάποιος. καθόταν ψηλά πάνω από τον κόσμο, στην άκρη ενός χιονισμένου γκρεμού, σε έναν πύργο από χρωματιστές μπουρμπουλήθρες. ο γκρεμός αυτός βρισκόταν στην άκρη του ωκεανού και έτσι το βασιλόπουλο όλη τη μέρα μπορούσε να αγναντεύει τη θάλασσα. του άρεσε να κάθεται με τις ώρες και να παρακολουθεί τις διακυμάνσεις της διάθεσής της. και να ονειροπολεί. έπλαθε συνεχώς ιστορίες με τη φαντασία του. και έκανε όνειρα. γιατί πίστευε πραγματικά, ότι τα όνειρα πηγάζουν μέσα από τη δημιουργικότητα και κρύβουν τις πιο κρυφές μας ανάγκες.

το βασιλόπουλο, είχε όλα τα υλικά αγαθά που επιθυμεί ένας άνθρωπος. έτρωγε τα πιο ωραία φαγητά, έπινε τα πιο καλά κρασιά, κάπνιζε τις πιο φίνες ποικιλίες καπνού, φορούσε τα πιο όμορφα ρούχα. τα είχε όλα αυτά, άλλα ήταν εντελώς μόνο.

τα πάντα γύρω του, οι αυλικοί, οι υπηρέτες, οι καμαριέρες, τα άλογα, τα σκυλιά, οι γάτες, ακόμα και τα λουλούδια και τα δέντρα ήταν είδωλα σε έναν καθρέφτη. και αυτό γιατί το βασιλόπουλο είχε έναν μαγικό καθρέφτη. αυτός ήταν μεγάλος, στρογγυλός και κατασκευασμένος από καθαρό ασήμι. κάθε νύχτα τον έστελνε στον κόσμο να περιπλανιέται πάνω από τις πόλεις και χωριά, από βουνά και θάλασσες. και οι άνθρωποι που τον βλέπανε να περνάει αναφωνούσανε: να, το φεγγάρι.

ο καθρέφτης αυτός ήταν, όπως είπαμε, μαγικός. και ως εκ τούτου, είχε μια μαγική ιδιότητα. μάζευε είδωλα. έτσι, κάθε φορά που γύριζε πίσω, έφερνε μπροστά στο βασιλόπουλο όλα τα είδωλα που είχε μαζέψει. το βασιλόπουλο διάλεγε αυτά που του άρεσαν και τα υπόλοιπα τα έριχνε στο ποτάμι του οποίου οι πηγές ξεκινούσαν δίπλα από τον πύργο του. τα είδωλα αυτά, ελευθερωμένα πια, κυλούσαν ήρεμα μέσω του ποταμού και στα υπόλοιπα νερά και έφταναν πίσω στους ιδιοκτήτες τους. από τότε είναι γνωστό ότι όταν κάποιος κοιτάξει πάνω από νερό, αντικρύζει το είδωλό του.

ο καθρέφτης είχε και μια άλλη μαγική ιδιότητα. όποιος αντίκρυζε μέσα σε αυτόν το είδωλό του γινόταν θνητός. έτσι το βασιλόπουλο δεν είχε κοιτάξει ποτέ μέσα στον καθρέφτη, γιατί - δεν ξέρω αν σας το είπα - ήταν αθάνατο.

παρόλα αυτά, ένα σύννεφο πλανιόταν συνεχώς μέσα στα μάτια του βασιλόπουλου. και αυτό γιατί κάτι του έλειπε. δεν ήξερε τι, αλλά ένιωθε ένα κενό κάπου ανάμεσα στους πνεύμονες και το διάφραγμα. και το παιχνίδι με τα είδωλά του δεν του το κάλυπτε.

μια μέρα, ο καθρέφτης του έφερε, μέσα στα υπόλοιπα, και ένα είδωλο που τον γέμισε με περίεργα και αλλόκοτα συναισθήματα. ήταν το είδωλο μιας νέας βασιλοπούλας. και μόλις την αντίκρυσε, τον έπιασε μια ακατανόητη ανάγκη να πάει να την βρει. μην ξέροντας όμως τι να κάνει και που να πάει, μιας και δεν ήξερε τίποτα για αυτήν, αποφάσισε να κοιταχτεί μέσα στον μαγικό του καθρέφτη. με αυτον τον τρόπο, σκέφτηκε, ο καθρέφτης θα μεταφέρει το είδωλό του στον κόσμο. και ίσως να περάσει και πάνω από τον τόπο της βασιλοπούλας. και μπορεί εκείνη την ώρα, αυτή να κοιτάξει ψηλά προς τον ουρανό, να δει το είδωλό του και να πάει να τον βρει ακολουθώντας τον καθρέφτη στο δρόμο της επιστροφής. αυτά σκέφτηκε το βασιλόπουλο και το αποφάσισε. έτσι όμως έγινε θνητό. και περίμενε.

η βασιλοπούλα, τώρα, ζούσε πολύ πολύ μακριά. σε μια χώρα που την λέγανε: η Χώρα του Χτές. ήταν πολύ αγαπητή σε όλους τους κατοίκους. την θαυμάζανε και για έναν ιδιαίτερο λόγο. ήταν τόσο όμορφη που ο αέρας γύρω της έλαμπε. και όλοι ήταν περήφανοι που είχαν μια τέτοια βασιλοπούλα. εκείνη όμως τη βασάνιζε μια σκέψη. ένιωθε και αυτή, όπως και το βασιλόπουλο, ότι κάτι έλειπε. και τα μάτια της, παρόλη την ομορφιά της, ήταν συνέχεια μελαγχολικά.

όπως είπαμε όλοι την θαύμαζαν. όλοι εκτός από τη μητριά της - που στις φλέβες της δεν κυλούσε κόκκινο αίμα αλλά πράσινο και ψυχρό - που τη ζήλευε αφόρητα και τη μισούσε θανάσιμα. δεν μπορούσε όμως να κάνει κάτι για αυτό, αφού η βασιλοπούλα ήταν τόσο αγαπητή. και έτσι περίμενε να της δοθεί μια ευκαιρία για να της κάνει κακό. άρχισε λοπιόν να παρατηρεί τις συνήθειές της και δεν άργησε να βρει την ευκαιρία. παρατήρησε ότι η βασιλοπούλα κοιτούσε συνεχώς τον ουρανό τα βράδια. έτσι έπεισε τον βασιλιά και της έδωσε να φάει μια σοκολάτα που μέσα της είχε ρίξει ένα μαγικό βοτάνι. μόλις έφαγε τη σοκολατα, της ψυθίρισε ένα ξόρκι που την έκανε να μη θέλει να κοιτάει πια τον ουρανό. και την έβαλε να υποσχεθεί ότι αν το κάνει θα ξεχάσει ποια είναι και θα γίνει φτωχή και άγνωστη. έτσι η βασιλοπούλα ξέχασε αυτή την αγαπημένη της συνήθεια και σιγά σιγά γινόταν δυστυχισμένη.

το βασιλόπουλο, εν τω μεταξύ, κουράστηκε να περιμένει. και μια νύχτα πήρε την απόφαση να πάει να αναζητήσει την όμορφη βασιλοπούλα. ελευθέρωσε όλα τα είδωλα που του είχε φέρει ο καθρέφτης και ξεκίνησε το μεγάλο του ταξίδι. πέρασε όλα τα χιονισμένα βουνά, επισκεφτηκε όλες τις πολιτείες και όλα τα χωριά. στο τέλος, έφτασε και στη Χώρα του Χτες. εκεί, αποκαμωμένο και με κουρελιασμένα ρούχα, σταμάτησε να ξαποστάσει.

εκείνη τη νύχτα, η βασιλοπούλα καθόταν στη βεράντα της. τότε μια πεταλούδα από κάποια μέρη μακρινά έφτασε πετώντας και στάθηκε στον ώμο της. η βασιλοπούλα δεν είχε δει άλλη φορά τέτοιο πλάσμα και χάρηκε. στάθηκε να την παρατηρήσει. όμως η πεταλούδα πέταξε πάλι ψηλά προς τον ουρανό. η βασιλοπούλα τότε ανέβασε τα μάτια της ψηλά. και εκεί στον ουρανό είδε τον μεγάλο ασημένιο μαγικό καθρέφτη. και μέσα σε αυτόν είδε το είδωλο του βασιλόπουλου. και τότε όλα ξανάρθανε στη μνήμη της και κατάλαβε ότι η μητριά της την είχε κοροϊδέψει. εκείνη τότε θύμωσε και της είπε ότι δεν κράτησε το λόγο της και τώρα πρέπει να γίνει φτωχή και άγνωστη και να φύγει από το παλάτι. με τα μακριά νύχια της, την άρπαξε από το στήθος και της έδεσε κόμπο την καρδιά. και τότε η βασιλοπούλα έγινε φτωχιά, έφυγε από τον πύργο και άρχισε να περιπλανιέται στη Χώρα του Χτες χωρίς κανείς να την αναγνωρίζει πια. το μόνο πράγμα που πήρε μαζί της ήταν η εικόνα του βασιλόπουλου μέσα απόν καθρέφτη.

το βασιλόπουλο περιπλανιώταν και αυτό στη Χώρα του Χτες. και μια γλυκιά νύχτα κάθισε σε ένα πεζούλι να ξεκουραστεί. ήταν το ίδιο πεζούλι που λίγα μέτρα πιο εκεί καθόταν και η βασιλοπούλα. όμως κανείς από τους δυο δεν θυμόταν τον άλλο. παρόλα αυτά πιάσαν την κουβέντα και λέγαν ο ένας στον άλλο τα βάσανά τους. σε κάποια στιγμή, η βασιλοπούλα έβγαλε από τον κόρφο της την, ξεθωριασμένη πια, εικόνα του βασιλόπουλου και την κοιτούσε. και τότε το βασιλόπουλο την είδε και αναγνάρισε το είδωλό του που το είχε στείλει με τον μαγικό καθρέφτη στον κόσμο. και κοιτώντας καλά τη βασιλοπούλα, αναγνώρισε στο πρόσωπό της αυτήν για την οποία είχε ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι. έτσι, κάθισε και της είπε όλη την ιστορία. όμως η βασιλοπούλα δεν καταλάβαινε τίποτα. αυτός ο κόμπος στην καρδιά που της είχε κάνει η μητριά της, την εμπόδιζε να δει την αλήθεια. τότε το βασιλόπουλο με μια απαλή κίνηση έβαλε το χέρι του στο στήθος της και της έλυσε τον κόμπο. και τότε η βασιλοπούλα τα θυμήθηκε όλα. πιαστήκαν αγκαλιά και φύγανε.




- και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα;
- μμμ, όχι ακριβώς. ζήσαμε εμείς καλά. και όσο για το βασιλόπουλο και τη βασιλοπούλα, κανείς δεν ξέρει τι απογίνανε. ένα είναι το σίγουρο. ότι δεν πεθάνανε.
- γιατί;
- γιατί ο μαγικός καθρέφτης είχε και μια άλλη μαγική ιδιότητα. όταν κοιτάζονταν δυο άνθρωποι μαζί μέσα του, γίνονταν και οι δυο αθάνατοι. και αυτό κάνανε εκείνοι.



(η ιδέα είναι από το βιβλίο του Μιχαελ Εντε "Η Μομο". εγώ απλώς άλλαξα λίγο την ιστορία)

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009



βράδια

που το ραδιόφωνο υποκλίνεται στη φωνή του τζον

που έξω η βροχή ηχεί σαν χειροκρότημα

που παντού γυμνές πατούσες χορεύουν πάνω σε ένα χαλί από τρυφίλια

που πολύχρωμα μπαλόνια χρεμετίζουν δυνατά κουτρουβαλώντας πάνω στο χιόνι

που τα μάτια στέκουν ακλόνητα στις σταγόνες που εκτοξεύονται από μια φλούδα μανταρινιού

που οι μαργαρίτες στη γλάστρα ξαφνικά ανθίζουν καταμεσής του χειμώνα

που ο κλόουν χοροπηδάει με προσμονή και χορεύει εκτελώντας αστείες κωλοτούμπες



τέτοια βράδια

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009


ονειρεύτηκα ένα κορίτσι. και όμως δεν θυμάμαι το πρόσωπό της...

περπατούσε μέσα σε ένα χιονισμένο τοπίο. τα γυμνά της πόδια χαϊδεύανε γλυκά το χιόνι που θαρρώ κοκκίνιζε από την ταραχή του. γύρω γύρω οι νιφάδες στροβιλίζονταν και προσγειωνόντουσαν απαλά αποφεύγοντας να καλύψουν το ίχνος που άφηνε κάθε βήμα της λες και η φύση αρνιόταν να χαθεί από προσώπου γης το πέρασμά της. και όμως δεν θυμάμαι το πρόσωπό της..

τα κουρελιασμένα ρούχα της άφηναν να διαγραφεί κάθε πτυχή του κορμιού της και καθώς περπατούσε αυτά λικνίζονταν σε έναν ακατανόητο χορό από αυτούς που μόνο όσοι έχουν ερωτευτεί έστω και μία νιφάδα χιονιού μπορούν να αναγνωρίσουν. και όμως δεν θυμάμαι το πρόσωπό της..

από μακριά την είδα. βάδιζε με ρυθμό σταθερό ανάμεσα από πεύκα σιωπηλά, φορτωμένα γαλαζόλευκη πάχνη. τα χέρια της λες και αιωρούνταν, κινούνταν με μια εμφανή προσδοκία για μια αγκαλιά με κάποιο από τα ντροπαλά κλαδιά των δέντρων και τα δάχτυλά της τα καλούσαν να παίξουν μαζί τους ένα παιχνίδι αυθόρμητα βγαλμένο από κάποιες ευτυχισμένες μέρες. και όμως δεν θυμάμαι το πρόσωπό της..

το σώμα της, παρόλο το χιόνι και το κρύο, ανέδυε μια υπέροχη θαλπωρή που έκανε τον αέρα να μοσχοβολάει για χιλιόμετρα. και γύρω της, ένα στεφάνι από γαλαζόσκονη την έκανε να φαντάζει τόσο αιθέρια λες και δεν βάδιζε αλλά πετούσε. και όμως δεν θυμάμαι το πρόσωπό της..




τα είδα όλα αυτά.

σε ένα όνειρο από χιόνι..