
περπατώντας άπειρες ώρες πάνω κάτω, στις ίδιες διαδρομές όλη μέρα, πολύχρωμοι άνθρωποι προσπερνάνε γελαστοί. δημιουργικότητα που αγγίζει τα όρια των ονείρων με γειώνει (αν)ομαλά, τα ακουστικά στα αυτιά συνεχώς, κυριεύομαι και οργιάζω. εικοσιεννιά (29), σχεδόν τριάντα (30) κουβαλητά στην πλάτη, μια αναπόφευκτη τάση φυγής προς ένα τρελό πουθενά κατευθυνόμενο από χιλιάδες
δενέγινα που σπηρουνιάζουν το μυαλό.
ο κλόουν σε κατάσταση έκστασης σαν σε προειδοποίηση για το ρεσάλτο. και ύστερα τα βράδια που δεν φέρνουν ύπνο, με τα όνειρα σε έναν σουρεαλιστικό παροξυσμό να
φτύνουν ανεπεξέργαστα (αυτή η λέξη υπάρχει άραγε;) κομμάτια ενός παζλ από το οποίο δεν μπορώ να βρω τις τέσσερεις γωνίες για να κάνω μια υποτυπώδη αρχή, και τι θα κρεμάσω στον άδειο τοίχο; όταν η μέρα παίρνει και χαράζει ο ύπνος φέρνει μια λύτρωση ψεύτικη και θολή, και τα ψέμματα φαντάζουν μια δικλείδα σωτηρίας τραγικά προσωρινής που τρέφει τον φαύλο κύκλο της ανυπαρξίας. δεν υπάρχουν συνταγές, μόνο αυτοσχεδιασμοί πάνω σε δοκιμασμένα υλικά για να τα ρίξω στη χύτρα, μια δόση λογικής, μια πρέζα τρέλας, λίγο από αυθορμητισμό, ένα ίχνος κυκλοθυμικότητας, όσο περισσότερο παίρνει - για να μην κόψει - έρωτα, μια μεζούρα όρεξης, μια ισχυρή δόση αποφασιστικότητας και για να δέσει απαραίτητο συστατικό η ευτυχία. χωρίς αναλογία. μα είναι οι δόσεις των συστατικών, τα συστατικά τα ίδια, το ανακάτεμα, ο χρόνος βρασμού, το γαρνίρισμα, το σερβίρισμα, όλα μαζί, ή κάτι άλλο απροσδιόριστο που θα μετατρέψει όλο αυτό το αγωνιώδες ανακάτεμα σε κάτι αν όχι τέλειο, τουλάχιστον βρώσιμο;
και κάπου εκεί τις ώρες που το λυκόφως ζωγραφίζει, μια φωνή να επαναλαμβάνει:
προσπάθησε για αυτά που θέλεις, για να είσαι πραγματικά χαρούμενος.