
πειράζει;
τη μυρωδιά αποζητώ αυτή που στέλνει ακαριαία ένα τσίμπημα στο αριστερό μέρος του στήθους και βουρκώνουν οι πόροι του δέρματος. ένα άγγιγμα να εκτοξευτεί το μυαλό σε εκβολές ποταμών που ευωδιάζουν αγριοκέρασα καθώς το νερό συναντά με ορμή το ανοιχτό πέλαγος των αισθήσεων. το χάδι που επαναλαμβάνεται από επιθυμία και όχι από κανονικές διεργασίες διεκπεραίωσης απλών σχέσεων. να ουρλιάζουν τα χέρια και να τοξεύουν τα μάτια.
πειράζει;
κίτρινη η ανάσα που δεν συμπίπτει και βρώμικη. καθολική η ανυπαρξία του μοναχικού τσιγάρου βεβιασμένα στριμωγμένου ανάμεσα σε νότες που ηχούν για ένα μόνο ζευγάρι αυτιών.
πειράζει;
η γεύση της μπύρας μου να σμίξει με τη δική σου σε ένα χαρμάνι πλούσιο σε γευστικούς υδρατμούς. να τρελλαίνεται το μυαλό και το διάφραγμα να εκτελεί ελεύθερη πτώση σε μια άβυσσο ανεξέλεγκτη. να γαληνεύει η ολότητα κουλουριασμένη στη φωλιά αυτή που λες και δημιουργήθηκε από χέρι κάποιου θεού από αυτούς που υπάρχουν για να πιστεύουμε εμείς οι κυνικοί. και σε μια καμάρα να βυθίζονται νωχελικά οι αισθήσεις γιατί η άκρη του κόσμου δεν βρίσκεται εκεί που μας μάθανε.
πειράζει;
που επιμένω να ονειρεύομαι άσπρες φάλαινες και τσιγγάνικα καραβάνια, απύθμενους βυθούς και απέθαντα σουπερνόβα, κοράλια να φυτρώνουν στα μπαλκόνια και πεταλούδες να ακτινοβολούν στα μάτια;
πειράζει που σε θέλω; και ας μη σε γνώρισα. και ας μη με κράτησες αγκαλιά. και ας μη μπλεχτήκαν τα μαλλιά μας στο καλοκαιρινό αεράκι. και ας μη σε συνάντησα
καν.