
κάποτε θα νοικιάσω ένα σπίτι σε ένα νησάκι στη μέση της λίμνης των ονείρων μου. θα έχει χαμηλό ενοίκιο, φως, νερό, τηλέφωνο (τα κοινόχρηστα αποκλείονται, μόνος μου θα είμαι) και μια μικρή αυλή με ένα πλατάνι στην άκρη της. θα το επιπλώσω με τις βραδινές προσδοκίες μου. με το χάραμα θα πλένω στην ακρολιμνιά τον κόμπο που μου σφίγγει το στομάχι και τους εφιάλτες που κατασκηνώνουν εκεί στο βάθος. ύστερα θα ψαρεύω πεθαμένα όταν και ίσως και θα τα φυλάω στον καταψύκτη μου. τα μεσημέρια θα μαγειρεύω εκλεκτά εδέσματα με συνταγές που θα ξεσηκώνω από τα κιτάπια των ακτίνων του ήλιου και με μη βιολογικά προϊόντα φορμόλης ανακατεμένης με πληκτρολόγια και ποντίκια. τα δειλινά θα πηγαίνω βαρκάδα πάνω σε ηλιοβασιλέματα όλων των αποχρώσεων, πίνοντας καφέδες και τσιγάρα με γεύση ντιμπλαντένιας και μαργαριτών. αργότερα, κατά το βραδάκι, ένα χιόνι από αστέρια θα πέφτει πάνω στη σκεπή και εγώ θα ζεσταίνομαι μπροστά στο τζάκι με φωτιά από κρυμμένες αναμνήσεις αυτών που δεν έγιναν ποτέ, συντροφιά με ένα μπουκάλι κρασιού από γεώμηλα.
ίσως και να αφήνω ξεκλείδωτα πριν πάω να κοιμηθώ. να έρχεται το φεγγάρι να κοιμόμαστε αγκαλιά.