ο χρόνος τα δίνει και τα παίρνει όλα. κάθε στιγμή. μας πιάνει από τον ώμο, χαμογελάει τρυφερά, μας χαϊδεύει τα μαλλιά και φεύγει. για αλλού. και όμως νιώθουμε πως πάντα θα είναι εδώ. και ας έχει φύγει για πάντα. για πάντα. τι άχρηστη έκφραση... άνευ σημασίας και ύπαρξης. μια από τις τόσες πολλές που έχουμε τοποθετήσει στο λεξιλόγιό μας για να μπορούμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και να αισθανόμαστε αισιόδοξοι. για να έχουμε τη δυνατότητα να ελπίζουμε στο αδύνατο. και έτσι, οι πειρατές των παιδικών μας χρόνων απόμειναν μονάχοι να ξύνουν τη σκουριά από το γάντζο τους, χωρίς πλοίο, χωρίς παπαγάλο, χωρίς ρούμι, χωρίς λιμάνι. ναυαγοί σε έναν κόσμο άγνωστο, πολύβουο και αδιάφορο. μεγάλωσαν τα γένια μας, η ψυχή μας αλλιώτεψε; είμαστε όλα αυτά που κουβαλάμε κάθε μέρα αν και κανείς μας δεν γεννήθηκε χαμάλης. (δεν) ζήσαμε σε στενά δρομάκια να φτύνουμε όνειρα, (δεν) κυλιστήκαμε σε λάσπες και χορτάρια, (δεν) αναπνεύσαμε έρωτες σε φωτισμένες πλατείες, (δεν) τραγουδήσαμε ουρλιάζοντας επιθυμίες, (δεν) αντικρύσαμε ηλιοβασιλέματα και ανατολές με κομμένη την ανάσα, (δεν) μεθύσαμε, (δεν) γίναμε ένα με το πάτωμα να ξερνάμε λέξεις. και μετά ήρθε ο χρόνος. και κάπου εκεί η σαιζόν τέλειωσε. ο διαχειριστής ζήτησε τα κοινόχρηστα και ο ιδιοκτήτητης απείλησε με έξωση. και εμείς άνεργοι, άφραγκοι και μόνοι. όλα κανονικά.
υποκλίνομαι και χαιρετώ.
να πεθάνω ήταν κρίμα
και έκανα το ψευτοθύμα...
υποκλίνομαι και χαιρετώ.
να πεθάνω ήταν κρίμα
και έκανα το ψευτοθύμα...